- ταυτοχρόνως
- иcтовремено
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ομόχρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρονος, ον, Α και ὁμοχρόνιος, ον) αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος νεοελλ. 1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο 2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα» βιολ.… … Dictionary of Greek
συνεμπίπτω — Α [ἐμπίπτω] 1. πέφτω μέσα μαζί («συνεμπίπτειν εἰς τὸ πῡρ», Λουκιαν.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω μαζί 3. (για νόσο) ενσκήπτω ταυτοχρόνως 4. γίνομαι ταυτοχρόνως, συμπίπτω («εἴ τι τοιοῡτον συνεμπέσοι αὐτῷ», Αριστοτ.) 5. συμβαίνω κατά παρόμοιο τρόπο 6 … Dictionary of Greek
συνεξέρχομαι — Α 1. εξέρχομαι μαζί με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.) 2. (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ ὕστερον... ἀποτέμνεται», Αριστοτ.) 3. επιτίθεμαι 4. καταλήγω, αποβαίνω ταυτοχρόνως με κάτι άλλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
κιθαρωδός — ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια) αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μαζί — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 536 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, Ν της Κωπαΐδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιάρτου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ … Dictionary of Greek
μεγαλόμικρος — μεγαλόμικρος, ον (Α) μεγάλος και μικρός ταυτοχρόνως, μικρομέγαλος … Dictionary of Greek
μητρότεκνος — μητρότεκνος, ἡ (Α) μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί τεκνος, μισότεκνος] … Dictionary of Greek
μοιχοκίναιδος — μοιχοκίναιδος, ὁ (Α) μοιχός και κίναιδος ταυτοχρόνως, ασελγής, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κίναιδος] … Dictionary of Greek